- μελπήτωρ
μελπήτωρ, ορος, ὁ, Sänger, ἄνδρες, Maneth. 4, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελπήτωρ, ορος, ὁ, Sänger, ἄνδρες, Maneth. 4, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελπήτωρ — μελπήτωρ, ορος, ο (Α) αοιδός, τραγουδιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «τραγουδώ» + επίθημα ήτωρ (πρβλ. οικ ήτωρ, ποθ ήτωρ)] … Dictionary of Greek
μελπήτορας — μελπήτωρ singer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek