- νεο-ποίκιλος
νεο-ποίκιλος, frisch bunt, Schol. Pind. Ol. 3, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-ποίκιλος, frisch bunt, Schol. Pind. Ol. 3, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ποικιλότευκτος — ον, Α 1. ο έντεχνα επεξεργασμένος, κατεργασμένος 2. ο περίπλοκος («ποικιλότευκτος θέοις κύβων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος] … Dictionary of Greek