- βιο-πλανής
βιο-πλανής, ές, umherirrend seinen Lebensunterhalt suchend, Callim. frg. in B. A. 1253; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιο-πλανής, ές, umherirrend seinen Lebensunterhalt suchend, Callim. frg. in B. A. 1253; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπλανής — εὐπλανής, ές (Α) αυτός που πλανάται κατά βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ.: < ευ + πλανής (< πλανώμαι), πρβλ. βιο πλανής, πολυ πλανής] … Dictionary of Greek
μεθυπλανής — μεθυπλανής, ές (Α) αυτός που παραπατά από το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. μέθυ «κρασί» + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιο πλανής, οδοι πλανής] … Dictionary of Greek
σκολιοπλανής — ές, Α αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με πλάγιο τρόπο, λοξοδρομώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός» + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιο πλανής] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek