μενί

μενί

μενί, s. die Zusammensetzung νυνμενί.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μένι — μένι, τὸ (Μ) 1. παρακώλυση, απαγόρευση 2. φρ. «κάνω μένι» αποτρέπω, εμποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. men] …   Dictionary of Greek

  • λιμενίτας — λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour fem acc pl λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour fem nom sg (epic doric aeolic) λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour masc acc pl λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμενιτῶν — λῑμενῑτῶν , λιμενίτης god of the harbour fem gen pl λῑμενῑτῶν , λιμενίτης god of the harbour masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμενίτης — λῑμενί̱της , λιμενίτης god of the harbour fem nom sg λῑμενί̱της , λιμενίτης god of the harbour masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλόνη-Μπιλανκούρ — (Boulogne Billancourt). Πόλη (107.042 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, νοτιοδυτικό προάστιο του Παρισιού, στον ποταμό Σηκουάνα. Αρχικά ονομαζόταν απλώς Β. αλλά με διάταγμα του 1925 μετονομάστηκε σε Β. Μ. Απέχει από το Παρίσι περίπου 9 χλμ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”