- μενέ-κτυπος
μενέ-κτυπος, = μενέδουπος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενέ-κτυπος, = μενέδουπος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενέκτυπος — μενέκτυπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, βαρύ κτυπος)] … Dictionary of Greek