- μενέ-χαρμος
μενέ-χαρμος, im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend, Il. 14, 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενέ-χαρμος, im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend, Il. 14, 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχαρμος — Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον Πλίνιο, ήταν ο κατασκευαστής δύο μαρμάρινων αγαλμάτων της Αφροδίτης, που την παρουσίαζαν να λούζεται ορθή. Αντίγραφα των έργων θεωρούνται δύο αγάλματα που βρίσκονται στη στοά της Οκταβίας στη Ρώμη από τα… … Dictionary of Greek
μενέχαρμος — μενέχαρμος, ον (Α) μενεφύλοπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + χαρμος (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. πολύ χαρμος] … Dictionary of Greek