- ξενο-δώτης
ξενο-δώτης, ὁ, Gastgeber, Wirth, so heißt Dionysus, Hymn. (IX, 524, 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενο-δώτης, ὁ, Gastgeber, Wirth, so heißt Dionysus, Hymn. (IX, 524, 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηπιοδώτης — ἠπιοδώτης και ήπιοδώτας, ό (Α) (για τον Ασκληπιό) αυτός που με τα δώρα του κατευνάζει τους πόνους τής αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δώτης < δώτης < δίδωμι (πρβλ. α δώτης, ξενο δώτης). Το β συνθετικό δωτης τής λ. ανάγεται στην απαθή… … Dictionary of Greek
πνευματοδώτης — ὁ Α αυτός που προσφέρει πνεύμα, ζωή, ο ζωοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + δωτης (< δώτης < δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] … Dictionary of Greek
μεθυδώτης — και μεθυδότης, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] … Dictionary of Greek