- ξενο-δοχεῖον
ξενο-δοχεῖον, τό, = ξενοδοκεῖον, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενο-δοχεῖον, τό, = ξενοδοκεῖον, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτωχοδοχείον — τὸ, Μ πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + δοχεῖον (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. ξενο δοχείον] … Dictionary of Greek
θεηδόχος — θεηδόχος, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*) 1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό 2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την… … Dictionary of Greek