- ξενο-δαίτης
ξενο-δαίτης, ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενο-δαίτης, ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοδαίτης — ἰσοδαίτης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου και τού Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους 2. ονομασία ενός δαίμονα 3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαίτης (< δαίομαι… … Dictionary of Greek
τεκνοδαίτης — ὁ, Α αυτός που τρώει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + δαίτης (< δαίτης < δαίομαι «μοιράζω, τρώω»), πρβλ. ξενο δαίτης] … Dictionary of Greek
χρηματοδαίτης — και δωρ. τ. χρηματοδαίτας, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που διαμοιράζει την περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + δαίτης (< δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. ξενο δαίτης] … Dictionary of Greek