ξενο-δόκος

ξενο-δόκος

ξενο-δόκος u. ξενοδόχος, ion. ξεινοδόκος, der einen Gastfreund od. Fremden aufnimmt u. bewirthet, der Gastgeber, Wirth; ξ. ὅς κεν φιλότητα παράσχῃ, Il. 3, 354 Od. 15, 55, vgl. 70; ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος, 8, 543. – Nach Apoll. L. H. bei Simonid. der Zeuge.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

  • σιτοδόκος — ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ 1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που δέχεται την τροφή («σιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος: ξενο… …   Dictionary of Greek

  • ιεροδόκος — ἱεροδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος, σμηνο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • ικεταδόκος — ἱκεταδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται τους ικέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωρο δόκος, ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοδόκος — μηλοδόκος, ον (Α) (για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • θεωροδόκος — και θεαροδόκος και θεουροδόκος, ον (Α) 1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα 2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • οδοιδόκος — ὁδοιδόκος, ὁ (Α) (συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • οινοδόκος — οἰνοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόκος δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ομβροδόκος — ὀμβροδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται και περιέχει τα νερά τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • οψωνιοδόκος — ὀψωνιοδόκος, ον (Α) (σχετικά με τον πελεκτό σάκο για τα ψώνια) αυτός που χρησιμοποιείται για να τοποθετούνται μέσα τα ψώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψώνιον + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • οϊστοδόκος — ὀϊστοδόκος και ὀϊστοδόχος, ον, θηλ. και ὀϊστοδόκη (Α) αυτός που χρησιμοποιείται ως θήκη για βέλη, ως φαρέτρα («ὀϊστοδόκην μὲν ἐπὶ χθονὶ θῆκε φαρέτρην», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”