- ξενο-δόχος
ξενο-δόχος, = ξενοδόκος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενο-δόχος, = ξενοδόκος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek
σιτοδόκος — ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ 1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που δέχεται την τροφή («σιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος: ξενο… … Dictionary of Greek
ζωοδόχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 387 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται ΒΔ και κοντά στα Ιωάννινα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασαρώνος. * * * ο (AM ζωοδόχος, ον) 1. (κυρίως για τον τάφο τού Ιησού ή για τον ουρανό)… … Dictionary of Greek
θεηδόχος — θεηδόχος, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*) 1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό 2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την… … Dictionary of Greek
θεοδόχος — και θειοδόχος, ον (AM) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
θυηδόχος — θυηδόχος, ον (Α) (για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη πόλος, θυη φάγος) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, παραγγελιο δόχος] … Dictionary of Greek
ικετοδόχος — ον (Μ) ο ικεταδόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, οινο δόχος] … Dictionary of Greek
κοπροδόχος — ο (Α κοπροδόχος, ον) νεοελλ. προορισμένος να δέχεται κόπρανα αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοπροδόχος κοπροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
κοσμοδόχος — κοσμοδόχος, ον (Α) (για τόν Άδη) αυτός που δέχεται τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
κρεοδόχος — κρεοδόχος, ον (Α) κρειοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
νεκροδόχος — ο (Μ νεκροδόχος, ον) αυτός που δέχεται τους νεκρούς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νεκροδόχος ο τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. μνημο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek