- βιβλιάριον
βιβλιάριον, τό, = βιβλάριον, bei D. L. 6, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιβλιάριον, τό, = βιβλάριον, bei D. L. 6, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιβλιάριο — το (AM βιβλιάριον) νεοελλ. πιστοποιητικό σε σχήμα μικρού βιβλίου με το όνομα, τα λοιπά στοιχεία και τη φωτογραφία του κατόχου («βιβλιάριο υγείας», «... νοσηλείας», «εκλογικό...» «... ασφάλισης» κ.λπ. || αρχ. μσν. χειρόγραφο τεύχος … Dictionary of Greek
τριβωνάριον — τὸ, Α μικρός τρίβων, τριβώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβων «είδος ενδύματος» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλιάριον)] … Dictionary of Greek