ξενο-κτόνος

ξενο-κτόνος

ξενο-κτόνος, Fremde od. Gastfreunde tödtend; τιμαί, τέχνη, Eur. I. T. 53. 776; Aesch. 3, 224; Luc. D. D. 16, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωτοκτόνος — ον, Α αυτός που για πρώτη φορά σκότωσε άνθρωπο, ο πρώτος ανθρωποκτόνος («πρωτοκτόνοιοι προστροπαῑς Ἰξίονος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ξενο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • λιμοκτονώ — (AM λιμοκτονῶ, έω) πεθαίνω από πείνα, από ασιτία νεοελλ. στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) λιμοκτονοῡμαι, έομαι α) υποφέρω από λιμό β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”