- ξενο-φανής
ξενο-φανής, ές, fremdartig erscheinend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενο-φανής, ές, fremdartig erscheinend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδοφανής — ές, Α (για τη Σελήνη κ.ά. ουράνια σώματα) αυτός που λάμπει με ξένο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. πρωτο φανής] … Dictionary of Greek