- νεμητής
νεμητής, ὁ, richtige Lesart für νεμέτης, Lob. parall. 447.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεμητής, ὁ, richtige Lesart für νεμέτης, Lob. parall. 447.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεμητής — νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α) 1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω* (πρβλ. νέμημα, νέμηση)] … Dictionary of Greek
νεμητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμηταί — νεμητής masc nom/voc pl νεμητός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμημα — νέμημα, τὸ (Α) αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νέμη τού νέμω (πρβλ. νέμησις, νεμητής), βλ. και λ. νέμω] … Dictionary of Greek
νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
νεμήτρια — νεμήτρια, ἡ (Α) βλ. νεμητής … Dictionary of Greek