- ξενοσύνη
ξενοσύνη, ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενοσύνη, ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενοσύνη — ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) [ξένος] η μεταξύ ξένων φιλία … Dictionary of Greek
ξεινοσύνη — ξενοσύνη hospitality fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεινοσύνης — ξενοσύνη hospitality fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξεινοσύνη — ξεινοσύνη, ἡ (Α) (επικ. τ.) βλ. ξενοσύνη … Dictionary of Greek