- ξεν-αλίζω
ξεν-αλίζω, erklärt Suid. συναϑροίζω, vielleicht = ein Söldnerheer anwerben; Andere ändern ξεναγίζω u. ξυναλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξεν-αλίζω, erklärt Suid. συναϑροίζω, vielleicht = ein Söldnerheer anwerben; Andere ändern ξεναγίζω u. ξυναλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναλίζω — (I) Α 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.) 2. παθ. συναλίζομαι (για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίζω (Ι)… … Dictionary of Greek