ξεν-αγωγός

ξεν-αγωγός

ξεν-αγωγός, = ξεναγός, Sp., auch früher als v. l., vgl. Lob. Phryn. 430.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκραγωγός — νεκραγωγός, ον (ΑΜ) αυτός που συνοδεύει τους νεκρούς μσν. (ως επίθ. τού Χάρωνος) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («νεκραγωγός Χάρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, ξεν αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτραγωγός — ό αυτός διά μέσου τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο ευηλεκτραγωγός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical conductor < electrical «ηλεκτρικός» + conductor «αγωγός». Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • θερμαγωγός — Για σώματα, o καλός αγωγός της θερμότητας, αυτός που επιτρέπει στη θερμότητα να περάσει εύκολα από τη μάζα του (για παράδειγμα τα μέταλλα είναι θ. σώματα). Στις κεντρικές θερμάνσεις θ. δίκτυο λέγεται το δίκτυο σωλήνων με το οποίο διανέμεται η… …   Dictionary of Greek

  • κεραυναγωγός — ο (ηλεκτρολ.) αγωγός με τον οποίο γειώνεται η ράβδος ή οι ράβδοι τού αλεξικέραυνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + αγωγός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lightning conductor. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • φωναγωγός — ο, Ν ναυτ. μεταλλικός σωλήνας, εφοδιασμένος με πωματισμένο επιστόμιο και σφυρίχτρα κλήσεως, που χρησίμευε παλαιότερα για την προφορική επικοινωνία μεταξύ τής γέφυρας και τών διαφόρων διαμερισμάτων τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • αεραγωγός — ο 1. αυτός διά τού οποίου μεταφέρεται, διοχετεύεται ο αέρας 2. το αρσ. ως ουσ. ο αεραγωγός οπή, σωλήνας ή συσκευή διοχετεύσεως ατμοσφαιρικού αέρα σε κλειστό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + αγωγός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airduct] …   Dictionary of Greek

  • αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… …   Dictionary of Greek

  • γείωση — Η διοχέτευση ηλεκτρικών φορτίων στο έδαφος. Από ηλεκτρική άποψη, η Γη μπορεί να θεωρηθεί αγωγός άπειρης χωρητικότητας, που μπορεί να λάβει κατά συνθήκη δυναμικό μηδέν. Η ιδιότητα αυτή εφαρμόζεται πραγματικά στη γ., η οποία γίνεται με αγωγούς… …   Dictionary of Greek

  • κυναγωγός — ο (Α κυναγωγός) φύλακας και οδηγός τών κυνηγετικών σκύλων («ἔχοντα τὸν κυναγωγὸν τὰς κύνας καὶ τὰ ἀκόντια», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἀγωγός (< ἄγω)] …   Dictionary of Greek

  • σκευαγωγός — ό / σκευαγωγός, όν, ΝΑ, θηλ. και ή, Ν αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ. γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”