παρ-ωρεία

παρ-ωρεία

παρ-ωρεία, , Gegend neben einem Berge; Pol. 2, 14, 6 u. öfter; D. Sic. 14, 80; Strab.; minder gut sind die Formen παοορεία u. παρορία, Lob. Phryn. p. 712.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπώρεια — η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. (κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες (γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και… …   Dictionary of Greek

  • παρώρεια — η, ΝΜΑ περιοχή στις πλαγιές τού όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώρεια (< ὄρος), πρβλ. ακρ ώρεια, υπ ώρεια. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”