- μενε-φύλοπις
μενε-φύλοπις, = μενέμαχος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενε-φύλοπις, = μενέμαχος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενεφύλοπις — μενεφύλοπις, ιος, ό, ἡ (Α) αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»] … Dictionary of Greek