μενετός

μενετός

μενετός, bleibend, wartend; οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, der rechte, günstige Augenblick bleibt, wartet nicht, Thuc. 1, 142; μενετοὶ ϑεοί, die Götter warten, haben Geduld, Ar. Av. 1620, nach Schol. ἀνεξίκακοι, οὐκ εὐϑέως τιμωρούμενοι, oder auch μόνιμοι, βέβαιοι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μενετός — μενετός, ή, όν (Α) [μένω] 1. ο κατάλληλος για αναμονή ή ο διατεθειμένος να περιμένει («τοῡ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί» οι ευνοϊκές περιστάσεις τού πολέμου δεν περιμένουν, Θουκ.) 2. αυτός που περιμένει, υπομονητικός, καρτερικός, μακρόθυμος …   Dictionary of Greek

  • μενετός — inclined to wait masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενετά — μενετός inclined to wait neut nom/voc/acc pl μενετά̱ , μενετός inclined to wait fem nom/voc/acc dual μενετά̱ , μενετός inclined to wait fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενετοῖο — μενετός inclined to wait masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενετοί — μενετός inclined to wait masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μενετικός — μενετικός, ή, όν (Α) [μενετός] 1. αυτός που μένει σταθερός σε κάτι, υπομονητικός, καρτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μενετικόν η υπομονή, η καρτερικότητα, η σταθερότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”