- νεμεσήμων
νεμεσήμων, ον, unwillig, zornig, μῦϑος, ϑυμός u. ä., Nonn. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεμεσήμων, ον, unwillig, zornig, μῦϑος, ϑυμός u. ä., Nonn. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεμεσήμων — νεμεσήμων, ον (Α) 1. γεμάτος αγανάκτηση, οργίλος, εξοργισμένος 2. αυτός που διεγείρει αγανάκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεμεσ(σ)ῶ + κατάλ. ήμων (πρβλ. ελε ήμων, νο ήμων)] … Dictionary of Greek