- νεμεσσητός
νεμεσσητός, ep. für νεμεσάω, νεμεσητός; νεμέσσει, s. νέμεσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεμεσσητός, ep. für νεμεσάω, νεμεσητός; νεμέσσει, s. νέμεσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεμεσσητός — νεμεσσητός, ή, όν (Α) (επικ. τ.) βλ. νεμεσητός … Dictionary of Greek
νεμεσητός — νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, ή, όν (Α) [νεμεσώ] 1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.) 2. αυτός που ανταποδίδεται,… … Dictionary of Greek