μενε-πτόλεμος

μενε-πτόλεμος

μενε-πτόλεμος, den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φερεπτόλεμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» πολεμικά πλοία, Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε πτόλεμος, φυγο… …   Dictionary of Greek

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • μενεπτόλεμος — μενεπτόλεμος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερε πτόλεμος, φυγο πτόλεμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”