νιμμός, ὁ, dasselbe, Sp., vgl. Lob. Phryn. p. 193.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νιμμός — νιμμός, ὁ (Α) (κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. μός (πρβλ. τριμμός)] … Dictionary of Greek
νιμμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)