- μεγάλ-οιτος
μεγάλ-οιτος, sehr unglücklich, Theocr. 2, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάλ-οιτος, sehr unglücklich, Theocr. 2, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάλοιτος — μεγάλοιτος, ον (Α) πανάθλιος, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + οἶτος «μοίρα, συμφορά, θάνατος»] … Dictionary of Greek