μειλίχιος

μειλίχιος

μειλίχιος (μειλίσσω, vgl. μείλιχος), besänftigend, schmeichelnd, liebkosend, anmuthig, αἰδοῖ μειλιχίῃ, mit anmuthiger Scheu, Od. 8, 172; Hes. Th. 92; gew. bei Hom. von Worten, μειλίχιον μῦϑον φέρε Καδμείοισι, Il. 10, 288, u. häufig μειλιχίοις μύϑοις, ἔπεσι, u. ohne ein subst., προςαυδᾶν μειλιχίοισιν, mit liebkosenden Schmeichelworten anreden, 4, 256. 6, 214, wie Pind. μειλιχίοις λόγοις, P. 4, 128. 240; im Ggstz von στερεοῖς ἐπέεσσι νείκεον, Il. 12, 267; Soph. braucht es von Quellen, κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, O. C. 157; – Ζεὺς Μειλίχιος, der Beschützer derer, die ihn mit Sühnopfern (μειλίχια ἱερά, Plut. def. or. 14 Thes. 12) anrufen u. versöhnen; ihm wurden in Athen jährlich die Διάσια gefeiert, Thuc. 1, 126; vgl. Xen. An. 7, 8, 4; Paus. 2, 20, 1; auch Dionysus heißt so, Plut. Anton. 24; vgl. Ath. III, 78 c. – Adv., Ap. Rh. 2, 467.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μειλίχιος — gentle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχιος — gentle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… …   Dictionary of Greek

  • μειλίχιος — α, ο ήπιος, γλυκός, πράος, γαλήνιος: Με κοίταξε με μειλίχια έκφραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειλιχίων — μειλίχιος gentle fem gen pl μειλίχιος gentle masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μειλιχίως — Μειλίχιος gentle adverbial Μειλίχιος gentle masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχίως — μειλίχιος gentle adverbial μειλίχιος gentle masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μειλίχιον — Μειλίχιος gentle masc/fem acc sg Μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχιον — μειλίχιος gentle masc acc sg μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МЕЙЛИХИЙ —    • Μειλίχιος,          миролюбивый, милостивый,        1. прозвание Зевса искупителя, родственного с подземным Зевсом (χθόνιος) или Гадесом. В Афинах приносили ему в жертву свиней, которых совсем сжигали, как это делалось и при служении… …   Реальный словарь классических древностей

  • μειλιχίαις — μειλίχιος gentle fem dat pl μειλιχία gentleness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”