- μειον-έκτης
μειον-έκτης, ὁ, der weniger hat, zu kurz kommt, im Nachtheil ist, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειον-έκτης, ὁ, der weniger hat, zu kurz kommt, im Nachtheil ist, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
μειονέκτης — μειονέκτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός ο οποίος έχει λιγότερο 2. συνεκδ. ο κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον έκτης] … Dictionary of Greek