μειλιχία

μειλιχία

μειλιχία, , Sanftmuth, Milde, μειλιχίη πολέμοιο, schonendes, laues Betreiben des Krieges, Il. 15, 741; Freundlichkeit, Hes. Th. 206 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1281; Leont. 3 (Plan. 33).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μειλιχία — μειλιχίᾱ , μειλίχιος gentle fem nom/voc/acc dual μειλιχίᾱ , μειλίχιος gentle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μειλιχίᾱ , μειλιχία gentleness fem nom/voc/acc dual μειλιχίᾱ , μειλιχία gentleness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχίᾳ — μειλιχίᾱͅ , μειλίχιος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) μειλιχίαι , μειλιχία gentleness fem nom/voc pl μειλιχίᾱͅ , μειλιχία gentleness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχία — και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α) 1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα 2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • Μειλίχια — Μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχια — μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχίας — μειλιχίᾱς , μειλίχιος gentle fem acc pl μειλιχίᾱς , μειλίχιος gentle fem gen sg (attic doric aeolic) μειλιχίᾱς , μειλιχία gentleness fem acc pl μειλιχίᾱς , μειλιχία gentleness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχίαν — μειλιχίᾱν , μειλίχιος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) μειλιχίᾱν , μειλιχία gentleness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… …   Dictionary of Greek

  • μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …   Dictionary of Greek

  • μειλιχόβουλος — μειλιχόβουλος, ὁ (Α) αυτός που σκέφτεται μειλίχια, πράος, ήπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + βουλος) < βουλεύομαι), πρβλ. υστερό βουλος] …   Dictionary of Greek

  • παραφθέγγομαι — Α 1. τροποποιώ κάπως την ομιλία μου, λέγω κάτι επί πλέον 2. αναφέρω κάτι «εν παρόδω» 3. μιλώ κακώς, έξω από το ορθό, λέγω ανοησίες 4. διακόπτω τον λόγο κάποιου 5. μιλώ ήπια, μειλίχια, σιγά 6. λέγω ανακριβή, ψευδή ή εσφαλμένα 7. εκστομίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”