- μειλιχό-γηρυς
μειλιχό-γηρυς, heißt Adrast bei Tyrt. 3, 8, mit süßer, lieblicher Stimme.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειλιχό-γηρυς, heißt Adrast bei Tyrt. 3, 8, mit süßer, lieblicher Stimme.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλόγηρυς — καλόγηρυς, ήρυος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή φωνή, ο καλλίφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γηρυς (< γῆρυς «φωνή, ομιλία»), πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς] … Dictionary of Greek
μελίγηρυς — και δωρ. τ. μελίγαρυς, υος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει γλυκιά σαν μέλι φωνή, γλυκύφωνος, μελωδικός (α. «μελίγηρυν ὄπα», Ομ. Οδ. β. «μελιγάρυες ὕμνοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek
ποικιλόγηρυς — και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, Α αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό γηρυς)] … Dictionary of Greek