- ξεινίζω
ξεινίζω,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξεινίζω,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξεινίζω — (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω … Dictionary of Greek
ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… … Dictionary of Greek