- μεγαλο-δύναμος
μεγαλο-δύναμος, viel vermögend, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 605; – μεγαλοδυνάμενος ist f. L, dafür Schol. Aesch. Pers. 641.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-δύναμος, viel vermögend, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 605; – μεγαλοδυνάμενος ist f. L, dafür Schol. Aesch. Pers. 641.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοδύναμος — η, ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, ον) 1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος,… … Dictionary of Greek
νηπιοδύναμος — νηπιοδύναμος, ον (Μ) αυτός που έχει δύναμη νηπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ισο δύναμος, μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
χιλιοδύναμος — ὁ, Α χιλιοδύναμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek
πανδύναμος — ον, Α παντοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
παντοδύναμος — η, ο / παντοδύναμος, ον, Α και πανταδύναμος, ον, ΝΜΑ αυτός που μπορεί να πράξει τα πάντα, πανίσχυρος νεοελλ. μσν. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντοδύναμος προσωνυμία τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
τελειοδύναμος — ον, Α αυτός που έχει τέλεια, πλήρη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek