- μεγαλο-δωρία
μεγαλο-δωρία, ἡ, das große Geschenke Machen, Freigebigkeit mit großen Geschenken, Luc. Saturn. 4, Hdn. 2, 6, 10 u. öfter, u. a. Sp. – Tzetz. prol. Schol. Ar. 1 sagt auch μεγαλοδωρίοις βασιλικοῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-δωρία, ἡ, das große Geschenke Machen, Freigebigkeit mit großen Geschenken, Luc. Saturn. 4, Hdn. 2, 6, 10 u. öfter, u. a. Sp. – Tzetz. prol. Schol. Ar. 1 sagt auch μεγαλοδωρίοις βασιλικοῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek