- μεγαλο-κευθής
μεγαλο-κευθής, ές, viel bergend, geräumig, ϑάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-κευθής, ές, viel bergend, geräumig, ϑάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκευθής — ές, Α αυτός που κρύβει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κευθής (< κεῦθος, τὸ «κρυψώνας»), πρβλ. μεγαλο κευθής] … Dictionary of Greek
υποκευθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποκεκρυμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «καλύπτω, κρύβω»), πρβλ. μεγαλο κευθής] … Dictionary of Greek