- μεγαλο-κόρυφος
μεγαλο-κόρυφος, großwipselig, großgipselig, γῆ, Lycophr. orat. bei Arist. rhet. 3, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-κόρυφος, großwipselig, großgipselig, γῆ, Lycophr. orat. bei Arist. rhet. 3, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοκόρυφος — ἰσοκόρυφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής 2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο… … Dictionary of Greek