μεγαλο-κράτωρ

μεγαλο-κράτωρ

μεγαλο-κράτωρ, ορος, = Vorigem, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονοκράτορας — και μονοκράτωρ, ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) απόλυτος κυρίαρχος, μονάρχης μσν. ανώτατος διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κράτωρ.] …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”