- μεγαλο-βόας
μεγαλο-βόας, ὁ, laut schreiend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-βόας, ὁ, laut schreiend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… … Dictionary of Greek
βόας — ο μεγάλο φίδι που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική και τρέφεται με πτηνά και θηλαστικά, τα οποία πνίγει αφού τα περιτυλίξει και τα συσφίξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικτοβόας — ὁ, Μ αυτός που φωνάζει τρομερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρικτός + βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλο βόας, στερεο βόας] … Dictionary of Greek
χαλκοβόας — ὁ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλο βόας, ταυρο βόας] … Dictionary of Greek
ορθροβόας — ὀρθροβόας, ου, ὁ (Α) (για τον πετεινό) αυτός που κράζει κατά τον όρθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βοας] … Dictionary of Greek
πεζοβόας — ὁ, Α 1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός 2. (κατ επέκτ.) πεζός στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] … Dictionary of Greek
στερεοβόας — και στερροβόας, ὁ, Α αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] … Dictionary of Greek
υψιβόας — ὁ, Α (κωμική λ.) 1. αυτός που θοά δυνατά 2. όνομα βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… … Dictionary of Greek