- μεγαλο-βρεμέτης
μεγαλο-βρεμέτης, ὁ, der laut Tosende, Qu. Sm. 2, 508, Ζεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-βρεμέτης, ὁ, der laut Tosende, Qu. Sm. 2, 508, Ζεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψιβρεμέτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που βροντά από ψηλά («ἐν δ ἄρα τοῑσιν Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλο βρεμέτης] … Dictionary of Greek