μεγαλο-φανής

μεγαλο-φανής

μεγαλο-φανής, ές, bei Hesych. Erkl. von μεγαλοπρεπής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μωροφανής — μωροφανής, ές (Α) 1. ολοφάνερα μωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μωροφανές ολοφάνερη μωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάνην, αόρ. τού φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής, χρυσοφανής] …   Dictionary of Greek

  • πεζοφανής — ές, Α (ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + φανής (< θ. φαν τού φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

  • πτωχοφανής — ές, Μ αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

  • σολοικοφανής — ές, Α αυτός που μοιάζει με σολοικισμό, αυτός που φαίνεται σόλοικος («σολοικοφανεῑς σχηματισμοί», Διον. Αλ.). επίρρ... σολοικοφανῶς Μ κατά σολοικοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλοικος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

  • υγροφανής — ές, Α αυτός που έχει υγρή όψη, που φαίνεται υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

  • υψηλοφανής — ές, Α αυτός που φαίνεται υψηλός. επίρρ... ὑψηλοφανῶς Μ με υψηλοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + φανής (< φαίνω), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

  • χρηστοφανής — ές, ΜΑ αυτός που δίνει την εντύπωση τού χρηστού, τού ηθικού, καλού και ενάρετου ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ — (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”