μεγαλο-φυής

μεγαλο-φυής

μεγαλο-φυής, ές, großer, edler Natur, von großen natürlichen Anlagen, S. Emp. pyrrh. 1, 12; μεγαλοφυέστερος ἢ κατ' ἄνϑρωπον Pol. 12, 23, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υψηλοφυής — ες, Α (για φυτό) α) αυτός που φυτρώνει σε μεγάλο ύψος β) αυτός που έχει ύψος, που είναι ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + φυής (< φύω, ομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ευρυφυής — εὐρυφυής, ές (Α) (για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοφυής — ές (Α ἰδιοφυής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», Διόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ τίτλος έργου τού Αρχελάου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ινδοφυής — ἰνδοφυής, ές (Μ) αυτός που φύεται στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φυής (< φύος, το), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ισοφυής — ἰσοφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει αναπτυχθεί εξίσου, ο συμμετρικός 2. αυτός που έχει την ίδια φύση με κάποιον άλλο («ἰσοφυἠς καὶ ὁμοούσιος»). επίρρ... ἰσοφυῶς (Α) με τρόπο φυσικό, φυσικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κακοφυής — ές (AM κακοφυής, ές) αυτός που έχει εκ φύσεως κακή διάπλαση, κακή κατασκευή, που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. (για φυτά ή σπόρους φυτών) αυτός που φύεται,… …   Dictionary of Greek

  • καλλιφυής — καλλιφυής, ές (Α) αυτός που έχει ωραίο ανάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φυής (< φύος), πρβλ. ευρυ φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • κοιλοφυής — κοιλοφυής, ές (Α) αυτός που είναι από τη φύση του κοίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • κοινοφυής — κοινοφυής, ές (Α) αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φυής (< φύος, τό), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοφυής — λεοντοφυής, ές (Α) αυτός που έχει φύση λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * φυής (< φυή, ἡ, ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλο φυής, ταυρο φυής] …   Dictionary of Greek

  • μακροφυής — μακροφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει από τη φύση του μακρύ σχήμα, επιμήκης, μακρύς 2. (για δημητριακά) ο ανεπτυγμένος καλά, ο ψηλός, ο θρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”