- μεγαλο-τράχηλος
μεγαλο-τράχηλος, groß-, starkhalsig, Schol. Il. 10, 305.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-τράχηλος, groß-, starkhalsig, Schol. Il. 10, 305.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψηλοτράχηλος — ον, Α αυτός που έχει ψηλό τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + τράχηλος (πρβλ. μεγαλο τράχηλος)] … Dictionary of Greek
Liste kretischer Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
πολυτράχηλος — ον, ΜΑ μσν. εκκλ. (για τη σχισματική ομάδα τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τράχηλος] … Dictionary of Greek
γαβιάλης του Γάγγη — (gavialis gangeticus). Κροκοδειλοειδές της οικογένειας των γαβιαλιδών. Το μήκος του σώματος των αρσενικών μπορεί να περάσει τα 7 μ. Ο τράχηλος και η ράχη του σκεπάζονται με πλατιές φολίδες, που ενισχύονται από κάτω με οστέινες πλάκες δερμικής… … Dictionary of Greek