- μεγαλο-σμάραγος
μεγαλο-σμάραγος, stark tosend, Luc. Iov. Trag. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-σμάραγος, stark tosend, Luc. Iov. Trag. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρισμάραγος — ον, Α αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι σμάραγος, μεγαλο σμάραγος) … Dictionary of Greek
πολυσμάραγος — ον, Α (για θάλασσα ή ποταμό) αυτός που παράγει μεγάλο θόρυβο, πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κροτώ»), πρβλ. φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek