- μεγαλο-στάφυλος
μεγαλο-στάφυλος, großtraubig, Erkl. von ἐριστάφυλος, Schol. Od. 9, 358.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-στάφυλος, großtraubig, Erkl. von ἐριστάφυλος, Schol. Od. 9, 358.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιστάφυλος — καλλιστάφυλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. γλυκερο στάφυλος, μεγαλο στάφυλος] … Dictionary of Greek