- μεγαλο-πληθής
μεγαλο-πληθής, ές, in großer Menge, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-πληθής, ές, in großer Menge, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπληθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμος («πολυπληθής συγκέντρωση») αρχ. (για άνθρωπο) πληθωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριο πληθής, παμ πληθής] … Dictionary of Greek
παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
αρσενοπληθής — ἀρσενοπληθής, ο (Α) αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)] … Dictionary of Greek