- μεγαλ-επίβουλος
μεγαλ-επίβουλος, v. l. für das Vorige, D. Sic. 1, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-επίβουλος, v. l. für das Vorige, D. Sic. 1, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλεπίβουλος — μεγαλεπίβουλος, ον (Α) αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση μεγάλων σχεδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἐπίβουλος*] … Dictionary of Greek