- μεγαλ-αυχής
μεγαλ-αυχής, ές, ruhmvoll; Orph. H. 62, 3; Man. 3, 34; vgl. μεγάλαυχος u. μεγαλαύχητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-αυχής, ές, ruhmvoll; Orph. H. 62, 3; Man. 3, 34; vgl. μεγάλαυχος u. μεγαλαύχητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] … Dictionary of Greek
μεγαλαυχής — μεγαλαυχής, ές (Α, Μ μεγαλαύχης, ες) μεγάλαυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. κενε αυχής] … Dictionary of Greek
υψαυχής — ές, Α ὑψήγορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αύχην] … Dictionary of Greek
υψηλαυχώ — έω, Α ὑψαυχῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + αυχῶ (< αυχής < αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχῶ] … Dictionary of Greek