- μεγαλό-βομβος
μεγαλό-βομβος, mit lautem Geräusch, Ton, Conj. von Jacobs in Pind. frg. 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-βομβος, mit lautem Geräusch, Ton, Conj. von Jacobs in Pind. frg. 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσολόι — το 1. σμήνος, σμάρι μελισσών, μελίσσι 2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.) 3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + λόι*] … Dictionary of Greek