- μεγαλό-δοξος
μεγαλό-δοξος, von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-δοξος, von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόδοξος — η, ο (ΑΜ ὁμόδοξος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο μσν. αρχ. αυτός που έχει την ίδια δόξα με άλλον αρχ. (για τους Επικουρείους) αυτός που ανήκει στην ίδια… … Dictionary of Greek
φαυλόδοξος — ον, Μ αυτός που σκέπτεται και κρίνει με φαύλο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + δοξος (< δόξα), πρβλ. μεγαλό δοξος] … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
σαθροδοξία — ή, Α αστάθεια πίστης ή γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαθρός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. μεγαλο δοξία, ορθο δοξία] … Dictionary of Greek