- μεγαλ-όδους
μεγαλ-όδους, οντος, großzahnig, E. M. 137, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-όδους, οντος, großzahnig, E. M. 137, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόδους — ο, η (Α μεγαλόδους, οντος) αυτός που έχει μεγάλα δόντια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλόδους (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. λευκ όδους)] … Dictionary of Greek