- μεγαλό-δενδρος
μεγαλό-δενδρος, mit großen, hohen Bäumen, πεδίον, ὔλη, Strab. 3, 2, 3. 3, 4, 2, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-δενδρος, mit großen, hohen Bäumen, πεδίον, ὔλη, Strab. 3, 2, 3. 3, 4, 2, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίδενδρος — καλλίδενδρος, ον (Α) (για τόπο) 1. αυτός που έχει ωραία δένδρα 2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλό δενδρος, ολιγό δενδρος] … Dictionary of Greek